αντιλακτίζω

αντιλακτίζω
μετ. лягать в ответ;

αντιλακτίζομαι — лягать друг друга


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αντιλακτίζω" в других словарях:

  • αντιλακτίζω — ἀντιλακτίζω (Α) 1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά 2. λακτίζω, κλοτσώ …   Dictionary of Greek

  • ἀντιλακτίσαι — ἀντιλακτίζω kick against aor inf act ἀντιλακτίσαῑ , ἀντιλακτίζω kick against aor opt act 3rd sg ἀντιλακτίζω kick against aor inf act ἀντιλακτίσαῑ , ἀντιλακτίζω kick against aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλακτισθῆναι — ἀντιλακτίζω kick against aor inf pass ἀντιλακτίζω kick against aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντελάκτισεν — ἀντιλακτίζω kick against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»